αἱματηφόρος
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ον,
A bringing blood: bloody, υόρος A.Th.419 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
αἱμᾰτηφόρος: -ον, φέρων αἷμα, αἱματόεις, μόρος, Αἰσχύλ. Θ. 419.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui apporte du sang.
Étymologie: αἷμα, φέρω.
Spanish (DGE)
(αἱμᾰτηφόρος) -ον portador de sangre μόρος A.Th.419.
Greek Monotonic
αἱμᾰτηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει αίμα, αιματηρός, αιμοχαρής, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
αἱμᾰτηφόρος: несущий кровопролитие, смертоносный (μόρος Aesch.).