ἀλακάτα
From LSJ
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀλακάτα: ἡ Δωρ. ἀντὶ ἠλακάτη.
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἠλακάτη.
Spanish (DGE)
v. ἠλακάτη.
Greek Monolingual
ἀλακάτα, η (Α)
δωρ. τ. αντί του ἠλακάτη
στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα με το παράγωγο ἀλακάτεια.
Greek Monotonic
ἀλακάτα: ἡ, Δωρ. αντί ἠλακάτη.
Russian (Dvoretsky)
ἀλακάτα: ἡ дор. = ἠλακάτη.