βαρύγυιος

From LSJ
Revision as of 07:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠγυιος Medium diacritics: βαρύγυιος Low diacritics: βαρύγυιος Capitals: ΒΑΡΥΓΥΙΟΣ
Transliteration A: barýgyios Transliteration B: baryguios Transliteration C: varygyios Beta Code: baru/guios

English (LSJ)

ον,

   A weighing down the limbs, wearisome, κέλευθα Opp.H.5.63; νοῦσος AP6.190.9 (Gaet.).

German (Pape)

[Seite 433] gliederbeschwerend, -lähmend, νοῦσος Gaetul. 3 (VI, 190); κέλευθα Opp. Hal. 5, 63.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύγυιος: -ον, ὁ βάρος προξενῶν εἰς τὰ μέλη, κοπιαστικός, κέλευθα Ὀππ. Ἁλ. 5. 63· νοῦσος Ἀνθ. ΙΙ. 6. 190.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui alourdit les membres, fatigant, accablant.
Étymologie: βαρύς, γυῖον.

Spanish (DGE)

(βᾰρύγυιος) -ον
que fatiga los miembros, agotador νοῦσος AP 6.190.9 (Gaet.), κέλευθα Opp.H.5.63.

Greek Monolingual

βαρύγυιος, -ον (Α)
αυτός που βαραίνει τα μέλη του σώματος, κοπιαστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + γυίον στον πληθ. «τα μέλη του σώματος»].

Greek Monotonic

βᾰρύγυιος: -ον (γυῖον), αυτός που προκαλεί βάρος στα μέλη του σώματος, κοπιαστικός, εξοντωτικός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βαρύγυιος: сковывающий члены, лишающий сил, изнурительный (νοῦσος Anth.).