ἀρκυωρός
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
English (LSJ)
[ῠ], ὁ,
A watcher of nets, Cratin.79, X.Cyn.6.5, Lycurg.Fr.79, Poll.5.17, etc.
German (Pape)
[Seite 354] ὁ, Netzwächter, beim Netz auf den Fang lauernd, Xen. Cyn. 6, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρκυωρός: ὁ (οὗρος), ὁ τῶν ἀρκύων φύλαξ, Ξεν. Κυν. 6. 5, κλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
gardien des filets.
Étymologie: ἄρκυς, οὖρος.
Spanish (DGE)
(ἀρκῠωρός) -οῦ, ὁ
• Alolema(s): ἁρκ- Themist.Ep.8
vigilante de las redes, cazador Cratin.84, X.Cyn.6.5, Lycurg.Fr.86, Poll.5.17, Ael.NA 8.2, fig. Themist.l.c.
Greek Monolingual
ἀρκυωρός, ο (Α)
ο φύλακας των διχτυών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρκυς + -ωρος < wōro- < ορώ (-άω). Το -ω- του τύπου αναλογικά προς το θυρωρός.
Greek Monotonic
ἀρκῠωρός: ὁ (οὖρος), αυτός που παραφυλάει τα δίχτυα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀρκῠωρός: ὁ стерегущий сеть, т. е. следящий за уловом Xen.