German (Pape)
[Seite 404] dor. = αὐτόθεν, E. M.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτῶ: Δωρ. ἀντὶ αὐτοῦ, ἐδῶ, αὐτῶ (αὐτεῖ, Ahrens) ἐπ' ἀϊόνος κατετάκετο... ἐξ ἀοῦς Θεόκρ. 11. 14.
Greek Monotonic
αὐτῶ: Δωρ. αντί αὐτοῦ, εκεί.
Russian (Dvoretsky)
αὐτῶ: дор. = αὐτοῦ.