δουλίς
From LSJ
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A = δούλη, Hyp.Fr.235, AP5.17 (Rufin.), IG14.1839.8: condemned by Poll.3.74.
German (Pape)
[Seite 661] ίδος, ἡ, = δούλη; Rufin. 1 (V, 18); Hyperid. bei Poll. 3, 74, der das Wort verwirft.
Greek (Liddell-Scott)
δουλίς: -ίδος, ἡ, =δούλη, Ἀνθ.Π. 5. 18, παραρτ. 247. 8.
Greek Monolingual
δουλίς, η (AM)
δούλα, σκλάβα
μσν.
υπηρέτρια.
Greek Monotonic
δουλίς: -ίδος, ἡ, = δούλη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δουλίς: ίδος ἡ Anth. = δούλη.