ὀγκωτός

From LSJ
Revision as of 00:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀγκωτός Medium diacritics: ὀγκωτός Low diacritics: ογκωτός Capitals: ΟΓΚΩΤΟΣ
Transliteration A: onkōtós Transliteration B: onkōtos Transliteration C: ogkotos Beta Code: o)gkwto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A heaped up, τάφος AP9.117 (Stat. Flacc.) ; κόνις Epigr.Gr.234 (Smyrna).

Greek (Liddell-Scott)

ὀγκωτός: -ή, -όν, εἰς σωρὸν κατεσκευασμένος, τάφος Ἀνθ. Π. 9. 117· κόνις Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 234.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
formé d’un monceau (de terre).
Étymologie: ὀγκόω².

Greek Monolingual

ὀγκωτός, -ή, -όν (Α) ογκώ
1. αυξημένος σε όγκο, φουσκωτός («ὀγκωτοῡ τάφου», Ανθ. Παλ.)
2. κατασκευασμένος σε σωρό («ὀγκωτὴ κόνις», επιγρ.).

Greek Monotonic

ὀγκωτός: -ή, -όν, συσσωρευμένος, υψωμένος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὀγκωτός: нагроможденный (τάφος Anth.).