εὐμίσητος
From LSJ
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
English (LSJ)
[ι], ον,
A well-hated, in Sup., X.Cyr.3.1.9, Longin.Rh. p.198 H.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμίσητος: ῑ, ον, ἀξιομίσητος, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 9, ἐν τῷ Ὑπερθ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait détestable;
Sp. εὐμισητότατος.
Étymologie: εὖ, μισέω.
Greek Monotonic
εὐμίσητος: [ῑ], -ον, αξιομίσητος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εὐμίσητος: (ῑ) глубоко ненавистный Xen.