ἐγγλωττοτυπέω
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
English (LSJ)
A talk loudly of, Ar.Eq.782.
German (Pape)
[Seite 701] mit der Zunge schlagen, abdreschen, At. Equ. 782.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγγλωττοτῠπέω: κομπορρημονῶ, ἔχω τι ἀεὶ ἐπὶ γλώσσης, ἀπαύστως διηγοῦμαι τὰ ἐμὰ κατορθώματα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 782.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire claquer la langue comme pour déguster du bon vin, càd vanter qch, vanter sans cesse.
Étymologie: ἐν, γλῶττα, τύπτω.
Spanish (DGE)
hacerse lenguas, tener siempre en la boca, vanagloriarse μεγάλως ἐγγλωττοτυπεῖν Ar.Eq.782.
Greek Monotonic
ἐγγλωττοτῠπέω: μιλώ μεγαλοφώνως, επιδεικτικά, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγγλωττοτῠπέω: молоть языком, разглагольствовать (μεγάλως Arph.).