κεκαδήσομαι

From LSJ
Revision as of 22:55, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source

German (Pape)

[Seite 1413] u. κεκαδήσω, fut. zu κήδομαι u. κήδω.

French (Bailly abrégé)

v. κήδω.

Greek Monotonic

κεκᾰδήσομαι: Επικ. Παθ. μέλ. του κήδω.

Russian (Dvoretsky)

κεκαδήσομαι: эп. fut. 2 med. к κήδω.