σταχυοστέφανος

From LSJ
Revision as of 07:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰχῠοστέφᾰνος Medium diacritics: σταχυοστέφανος Low diacritics: σταχυοστέφανος Capitals: ΣΤΑΧΥΟΣΤΕΦΑΝΟΣ
Transliteration A: stachyostéphanos Transliteration B: stachyostephanos Transliteration C: stachyostefanos Beta Code: staxuoste/fanos

English (LSJ)

ον,

   A crowned with ears of corn, Δηώ AP6.104 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 931] mit Aehren gekränzt, Δηώ, Philp. 14 (VI, 104).

Greek (Liddell-Scott)

στᾰχυοστέφᾰνος: -ον, ὁ ἐστεμμένος διὰ σταχύων, Δηὼ Ἀνθ. Π. 6. 104.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la couronne d’épis.
Étymologie: στάχυς, στέφανος.

Greek Monolingual

-ον, Α
στεφανωμένος με στάχια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος + στέφανος.

Greek Monotonic

στᾰχυοστέφᾰνος: -ον, στεφανωμένος με στάχυα σιταριού, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

στᾰχυοστέφᾰνος: с венком из колосьев (δηώ Anth.).