ὀλόλυγμα

From LSJ
Revision as of 00:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλόλῡγμα Medium diacritics: ὀλόλυγμα Low diacritics: ολόλυγμα Capitals: ΟΛΟΛΥΓΜΑ
Transliteration A: olólygma Transliteration B: ololygma Transliteration C: ololygma Beta Code: o)lo/lugma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A loud cry, mostly of joy, E.Heracl.782 (lyr.) ; Κυβέλης in honour of C., AP6.173 (Rhian.).

German (Pape)

[Seite 325] τό, lautes Geschrei, im plur., Eur. Heracl. 782.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλόλυγμα: τό, ἰσχυρὰ κραυγή, τὸ πλεῖστον χαρᾶς, Εὐρ. Ἡρακλ. 782· Κυβέλης, εἰς τιμὴν τῆς Κυβ., Ἀνθ. Π. 6. 173· πρβλ. ὀλολυγή.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. ὀλολυγή.

Greek Monolingual

ὀλόλυγμα, τὸ (Α) ολολύζω
δυνατή κραυγή, ιδίως χαράς.

Greek Monotonic

ὀλόλυγμα: τό (ὀλολύζω), δυνατή φωνή, κραυγή, κυρίως από χαρά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὀλόλυγμα: ατος τό Eur., Anth. = ὀλολυγή.