Ἐναρέες
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
German (Pape)
[Seite 829] od. Ἐνάριες, οἱ, nach Her. 1, 105. 4, 67 Scythen (auch das Wort scheint scythisch), die an der θήλεια νοῦσος litten.
Greek Monotonic
Ἐναρέες: ή -ίες, οἱ, πιθ. σκυθ. λέξη, που αντιστοιχεί στο ελληνικό ἀνδρόγυνοι, συμμορία που βεβήλωσε το ιερό της Αφροδίτης στην πόλη Άσκαλον, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
irreg_decl3 irreg_decl3
prob. a Scythian word, answering to the Greek ἀνδρόγυνοι, a band who plundered the temple of Aphrodite at Ascalon, Hdt.