παραβάπτω

From LSJ
Revision as of 10:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραβάπτω Medium diacritics: παραβάπτω Low diacritics: παραβάπτω Capitals: ΠΑΡΑΒΑΠΤΩ
Transliteration A: parabáptō Transliteration B: parabaptō Transliteration C: paravapto Beta Code: paraba/ptw

English (LSJ)

   A dye at the same time, Plu. Phoc.28 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 471] daneben zugleich färben, Plut. Phoc. 28.

Greek (Liddell-Scott)

παραβάπτω: μέλλ. -ψω, συγχρόνως βάπτω, βάπτω μετ’ ἄλλου τινός, «τὰ παραβαπτόμενα τῶν ἰδιωτικῶν πάντα τὸ προσῆκον ἄνθος ἔσχεν» Πλουτ. Φωκ. 28.

French (Bailly abrégé)

teindre en même temps.
Étymologie: παρά, βάπτω.

Greek Monolingual

Α
1. βάφω κοντά σε κάποιον ή ταυτοχρόνως με κάποιον
2. βάφω με νόθο, ψεύτικο, ξεθωριασμένο χρώμα.

Greek Monotonic

παραβάπτω: μέλ. -ψω, βάφω την ίδια χρονική στιγμή, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-βάπτω meeverven.