συγχωνεύω

Revision as of 04:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A melt down, Lycurg.117, D.22.70, Inscr.Délos 443 Bb42 (ii B.C.).    b melt down also, PHolm.1.17,23, PLeid.X. 19.    2 join in making pottery, PSI4.420.11 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 972] zusammenschmelzen, einschmelzen, εἰκόνα, Lycurg. 117; Dem. 24, 177; Plut. Flamin. 14.

Greek (Liddell-Scott)

συγχωνεύω: καταχωνεύω, τήκω, Λυκοῦργ. 164. 29, 39, Δημ. 615. 12.

French (Bailly abrégé)

faire fondre ensemble.
Étymologie: σύν, χωνεύω.

Greek Monolingual

ΝΑ χωνεύω
συντήκω δύο ή περισσότερα μέταλλα («χρυσίου συγκεχω
νευμένου», Πλούτ.)
νεοελλ.
ενώνω πολλά όμοια πράγματα μαζί, συνενώνω, ενοποιώ (α. «η κυβέρνηση θα συγχωνεύσει τα ασφαλιστικά ταμεία» β. «συγχωνεύθηκαν οι ποινές του»)
αρχ.
(στην αγγειοπλαστική) συνάπτω, συνδέω.

Greek Monolingual

ΝΑ χωνεύω
συντήκω δύο ή περισσότερα μέταλλα («χρυσίου συγκεχω
νευμένου», Πλούτ.)
νεοελλ.
ενώνω πολλά όμοια πράγματα μαζί, συνενώνω, ενοποιώ (α. «η κυβέρνηση θα συγχωνεύσει τα ασφαλιστικά ταμεία» β. «συγχωνεύθηκαν οι ποινές του»)
αρχ.
(στην αγγειοπλαστική) συνάπτω, συνδέω.

Greek Monotonic

συγχωνεύω: μέλ. -σω, λιώνω, χωνεύω μαζί, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

συγχωνεύω: сплавлять Dem.: χρυσίον συγκεχωνευμένον Plut. золото в слитках.