ἅσσα
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
French (Bailly abrégé)
v. ἅττα.
English (Autenrieth)
ἅτινα.
Greek Monotonic
ἅσσα:I. Ιων. αντί ἅτινα, ουδ. πληθ. του ὅστις, τα οποία, εκείνα τα οποία, ό,τι, οτιδήποτε, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. II.ἄσσα, Ιων. αντί τινά, μερικά, ὁπποῖ' ἄσσα, τι λογής; σε Ομήρ. Οδ.· πόσ' ἄττα; σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἅσσα: ион. = ἅττα.