ἅττα
From LSJ
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
English (LSJ)
for ἅσσα, = ἅτινα, Pl.Com. 49, etc.
French (Bailly abrégé)
att. p. ἅτινα plur. neutre de ὅστις.
Russian (Dvoretsky)
ἅττα: (= ἅτινα, pl. n к ὅστις) которые, какие, что: οὐκ οἶδ᾽ ἅ. σοφίζει Plat. не знаю, о чем ты толкуешь.
German (Pape)
für ἅτινα, ion. ἄσσα und ἅσσα. Bei Hom. ἅσσα Il. 1.554, 9.367, 10.208, 409, 20.127, Od. 5.188, 7.197; ὁπποῖ' ἄσσα περὶ χροῒ εἵματα ἕστο Od. 19.218. Häufig in Prosa, gew. ἄττα mit einem nomen, doch auch allein, λέγειν ἄττα Plat. Soph. 236e; γεωμετρίας ἄττα Theaet. 145c; bei Zahlwörtern, ungefähr, τέτταρ' ἄττα ῥεύματα Phaed. 112e.