διαί
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
English (LSJ)
διαιβολία,
German (Pape)
[Seite 579] poet. = διά, Aesch. Ag. 448 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
διαί: διαιβολία, ἴδε ἐν λ. διαβολία.
French (Bailly abrégé)
prép.
c. διά.
Spanish (DGE)
v. διά.
Greek Monolingual
διαί (Α)
ποιητ. τ. της πρόθεσης διά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. διά].
Greek Monotonic
διαί: διαιβολία, ποιητ. αντί διά, διαβολία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαί ep. poët. voor διά.