κρασπεδόομαι
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
Pass.,
A to be bordered or edged, ὄφεσι κεκρασπεδῶσθαι E.Ion1423.
Greek (Liddell-Scott)
κρασπεδόομαι: Παθ., περιβάλλομαι ὡς ὑπὸ κρασπέδου, κεκρασπέδωται δ’ ὄφεσιν αἰγίδος τρόπον Εὐρ. Ἴων 1423.
Greek Monotonic
κρασπεδόομαι: Παθ., βρίσκομαι στο όριο ή στην άκρη, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρασπεδόομαι [κράσπεδον] omzoomd worden.