διασμήχω

From LSJ
Revision as of 08:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασμήχω Medium diacritics: διασμήχω Low diacritics: διασμήχω Capitals: ΔΙΑΣΜΗΧΩ
Transliteration A: diasmḗchō Transliteration B: diasmēchō Transliteration C: diasmicho Beta Code: diasmh/xw

English (LSJ)

   A rub well, ψυχὴ πρὸς ὀξυωπίαν ἑαυτὴν διασμήξασα Hierocl. inCA21p.467M.:—Pass., ἁλσὶν διασμηχθεὶς ὄναιτ' ἂν οὑτοσί Ar.Nu. 1237: pf. διέσμηκται Plu.2.693d.    2 rub off, λύματα τρυφαλείης Nonn.D.30.92.

German (Pape)

[Seite 602] dasselbe, VLL.; ἁλσὶν διασμηχθείς, Ar. Nubb. 1237; διέσμηκται, Plut. Symp. 6, 7, 2.

Greek (Liddell-Scott)

διασμήχω: καλῶς τρίβω, ἁλσὶν διασμηχθεὶς ὄναιτ᾿ ἂν οὑτοσὶ Ἀριστοφ. Νεφ. 1237.

French (Bailly abrégé)

c. διασμάω.

Spanish (DGE)

1 c. ac. del objeto limpiado limpiar frotando, refregar en v. pas. ἁλσὶν διασμηχθεὶς ὄναιτ' ἂν οὑτωσί limpiado con sal, éste de aquí (el vientre) haría un buen servicio (como odre), Ar.Nu.1237, (τὰ ἐκπώματα) διέσμηκται πανταχόθεν Plu.2.693d, tb. en v. act. διασμήξατε ὑμῶν τὰς ἀκοὰς ἀκοῦσαι ἃ λέγω limpiaos bien las orejas para escuchar lo que digo, A.Andr.Gr.57.20, τὰ ὅπλα Basil.M.29.245C, cf. Hsch.
fig. limpiar, purificar ψυχὴ ... ὡς ὄμμα πρὸς ὀξυωπίαν ἑαυτὴν διασμήξασα Hierocl.in CA 21.7, αὐτοῦ (θεοῦ) ... τοῖς ἐντεῦθεν πόνοις αὐτὴν (τὴν καρδίαν) διασμήχοντος limpiando Dios su corazón mediante aquellas penitencias Cyr.Al.M.69.952B, en v. pas. ἅπαντας ... ἐλευθέρους ἀπέφηνε καὶ διεσμηγμένους a todos los mostró libres y puros Eus.M.23.1292C.
2 quitar, eliminar θέρμος ... τὰ περὶ τὸ δέρμα διασμήχει el altramuz elimina las manchas de la piel Paul.Aeg.7.3.8 (p.215), c. ac. y gen. λύματα τεφρήεντα διασμήχων τρυφαλείης Nonn.D.30.92.

Greek Monotonic

διασμήχω: τρίβω καλά, Παθ. αόρ. αʹ -εσμήχθην, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

διασμήχω: протирать, чистить (ἁλσὶν διασμηχθείς Arph.; τὸ ἔκπωμα ἐκτέτριπται καὶ διέσμηκται Plut.).