λακεῖν
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
English (LSJ)
aor. 2 inf. of λάσκω. λακέμεναι· φαγέσθαι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 8] ἔλακον, aor. II. zu λάσκω, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰκεῖν: ἀπαρ. ἀορ. β΄ τοῦ λάσκω.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 de λάσκω.
Greek Monotonic
λᾰκεῖν: απαρ. αορ. βʹ του λάσκω.
Russian (Dvoretsky)
λακεῖν: inf. aor. 2 к λάσκω.