ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society
[Seite 479] ep. = γελοῖος, Il. 2, 215, ἅπαξ εἰρημ.
épq. c. γελοῖος.
γελοίϊος: Επικ. αντί γέλοιος.
γελοίϊος: эп. = γελοῖος.