Δηώ

From LSJ
Revision as of 18:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Δηώ Medium diacritics: Δηώ Low diacritics: Δηώ Capitals: ΔΗΩ
Transliteration A: Dēṓ Transliteration B: Dēō Transliteration C: Dio Beta Code: *dhw/

English (LSJ)

όος, contr. οῦς, ἡ,

   A = Δημήτηρ, Demeter, first in h.Cer.47,al.; Ἐλευσινίας Δηοῦς ἐν κόλποις S.Ant.1121 (lyr.); Δηοῦς ἐσχάραι, καρπός, E.Supp.290, Ar.Pl.515; dat. Δηοῖ Call.Ap.110, IG3.900.3:— Adj. Δηῷος, α, ον, sacred to Demeter, ib.14.1389 ii 5:—Δηωΐνη, ἡ, daughter of Demeter, Persephone, Call.Fr.48.

Greek (Liddell-Scott)

Δηώ: -όος, συνῃρ. -οῦς, ἡ, = Δημήτηρ, Λατ. Ceres, τὸ πρῶτον ἐν Ὁμ. Ὕμν. Δημ. 47, 211, 492· Ἐλευσίνιας Δηοῦς ἐν κόλποις Σοφ. Ἀντ. 1121, πρβλ. Εὐρ. Ἱκέτ. 290· Δηοῦς καρπὸς Ἀριστοφ. Πλ. 515· δοτ. Δηοῖ Συλλ. Ἐπιγρ. 1. σ. 458· ― ἐπίθ. Δηῷος, α, ον, ἱερός, ἀφιερωμένος εἰς τὴν Δήμητρα, Ἀνθ. Π. παραρτ. 50. 5. ― Δηωΐνη, ἡ, θυγάτηρ τῆς Δήμητρος, ἡ Περσεφόνη, Καλλ. Ἀποσπ. 49.

French (Bailly abrégé)

οῦς (ἡ) :
Déô, autre nom de Déméter.
Étymologie: Δη-μήτηρ.

Spanish (DGE)

-οῦς, ἡ

• Morfología: [voc. Δηοῖ h.Cer.492, IG 13.953.1 (V a.C.), AP 6.36 (Phil.); dat. Δηοῖ Call.Ap.110, Theoc.7.3, IG 22.3575.3 (II d.C.)]
Deohipocorístico de Deméter h.Cer.47, S.Ant.1121, Fr.754.3, E.Supp.290, Hel.1343, Ar.Pl.515, Antiph.1.3, Xenarch.1.5, Call.Cer.132, Ap.110, Fr.63.10, Euph.9.14, Theoc.7.3, A.R.4.896, Orph.H.29.5, RKilikien 58.4 (II d.C.), Orác. en ZPE 1.1967.185.13 (Hierápolis II d.C.), 7.1971.207 (Mileto II d.C.), Orác. en Didyma 504.31 (III/IV d.C.), Orác. en Porph.Phil.124.45, Orác. en Theos.Tub.41, Opp.H.2.19, 4.497, Nonn.D.12.210.

Greek Monolingual

Δηώ, η (Α)
όνομα της Δήμητρας.

Greek Monotonic

Δηώ: -όος, συνηρ. -οῦς, ἡ, = Δημήτηρ, Δήμητρα, σε Ομηρ. Ύμν., Σοφ. κ.λπ.· επίθ. Δηῷος, , -ον, αφιερωμένος σε αυτήν, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

Δηώ: οῦς ἡ Део, т. е. Деметра HH, Soph., Eur., Arph., Anth.