δυσμορφία

From LSJ
Revision as of 09:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμορφία Medium diacritics: δυσμορφία Low diacritics: δυσμορφία Capitals: ΔΥΣΜΟΡΦΙΑ
Transliteration A: dysmorphía Transliteration B: dysmorphia Transliteration C: dysmorfia Beta Code: dusmorfi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A misshapenness, ugliness, Hdt.6.61, Phld. Mort.29, etc.

German (Pape)

[Seite 684] ἡ, Häßlichkeit, Her. 6, 61 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμορφία: ἡ, κακομορφία, ἀσχημία, Ἡρόδ. 6. 61, κτλ.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): -ίη Hdt.6.61
deformidad, fealdad ἐλίσσετο τὴν θεὸν ἀπαλλάξαι τῆς δυσμορφίης τὸ παιδίον Hdt.l.c., op. εὐμορφία Thphr.HP 1.4.1, cf. Democr.B 1a, Aesop.103.1, Ach.Tat.6.7.1, Ph.Prou. en Eus.PE 8.14.31, Crito en Gal.12.401, App.BC 1.20, Basil.M.30.331B.

Greek Monolingual

η (AM δυσμορφία)
ασχήμια
νεοελλ.
κάθε παρέκκλιση του ανθρώπινου σώματος ή οργάνου του από τη φυσιολογική μορφή.

Greek Monotonic

δυσμορφία: ἡ, δυσπλασία του σώματος, ασχήμια, παραμόρφωση, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

δυσμορφία: ион. δυσμορφίη ἡ безобразие, уродливость Her.