Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
v. γιγνώσκω.
ἔγνωκα: ἔγνωσμαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του γιγνώσκω.
ἔγνωκα: pf. к γιγνώσκω.