ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
1ᵉ pl. ao.2 ind. de *εἴδω;(épq.) sbj. prés. de *εἴδω.
εἴδομεν: Επικ. αντί εἴδωμεν, αʹ πληθ. υποτ. του οἶδα· βλ. *εἴδω Β.
εἴδομεν: (= εἴδωμεν) эп. 1 л. pl. conjct. к *εἴδω.