ἔδομαι
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
English (LSJ)
fut. of ἐσθίω, ἔδω. ἔδον, Ep. and Dor. 3pl. aor. 2 of δίδωμι. II impf. of ἔδω.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἔδομαι: μέλλ. τοῦ ἐσθίω, Ὁμ.
French (Bailly abrégé)
v. ἔδω.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
v. ἐσθίω.
Greek Monotonic
ἔδομαι: μέλ. του ἔδω και ἐσθίω.
Russian (Dvoretsky)
ἔδομαι: эп. praes. и fut. med. к ἔδω.