ἑξηκονταέτης
From LSJ
καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)
English (LSJ)
ες,
A sixty years old, Mimn.6, Hp. Epid.5.25; also -ετῶν λυκαβάντων IG12(7).290 (Amorgos).
Greek (Liddell-Scott)
ἑξηκονταέτης: -ες, ἔχων ἡλικίαν ἑξήκοντα ἐτῶν, Μίμν. 6, Ἱππ. 1149D, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
sexagénaire.
Étymologie: ἑξήκοντα, ἔτος.
Greek Monotonic
ἑξηκονταέτης: -ες (ἔτος), αυτός που είναι εξήντα ετών, εξηντάχρονος, σε Μίμν.