οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
ἔρεξα: ἀόρ. α΄ τοῦ ῥέζω.
ao. poét. de ῥέζω.
see ῥέζω.
ἔρεξα: αόρ. αʹ του ῥέζω.
ἔρεξα: aor. 1 к ῥέζω.