Greek (Liddell-Scott)
ἐρράδᾰται: ἴδε τὸ ῥῆμα ῥαίνω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. pf. Pass. épq. de ῥαίνω.
English (Autenrieth)
see ῥαίνω.
Greek Monotonic
ἐρράδᾰται: -ατο, Επικ. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. και υπερσ. του ῥαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐρράδᾰται: эп. 3 л. pl. pf. к ῥαίνω.