ἠπεροπευτής
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A a cheat, deceiver, of Paris (cf. sq.), γυναιμανές, ἠπεροπευτά (Ep. voc.) Il.3.39, cf.h.Merc.282, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἠπεροπευτής: -οῦ, ὁ, ἀπατεών, ἐπὶ τοῦ Πάριδος (πρβλ. τὸ ἑπόμ.), γυναιμανές, ἠπεροπευτά (Ἐπ. κλητ.), Ἰλ. Γ. 39, Ν. 769, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 282, κτλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. ἠπεροπεύς.
Étymologie: ἠπεροπεύω.
Greek Monotonic
ἠπεροπευτής: -οῦ, ὁ, = το προηγ., ἠπεροπευτὰ (Επικ. κλητ.), σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἠπεροπευτής: οῦ ὁ Hom., HH = ἠπεροπεύς.