θεόμορφος

From LSJ
Revision as of 21:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόμορφος Medium diacritics: θεόμορφος Low diacritics: θεόμορφος Capitals: ΘΕΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: theómorphos Transliteration B: theomorphos Transliteration C: theomorfos Beta Code: qeo/morfos

English (LSJ)

ον,

   A of form divine, AP12.196 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 1196] von göttlicher Gestalt, Strat. 38 (XII, 196).

Greek (Liddell-Scott)

θεόμορφος: -ον, θείαν ἔχων μορφή, Ἀνθ. Π. 12. 196· - οὐσιαστ. θεομορφία, ἡ, Θ. Στουδ. σ. 1273, ἔκδ. Μί.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’une forme ou d’une beauté divine.
Étymologie: θεός, μορφή.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α θεόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή θεού, ο ωραίος σαν θεός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ά-μορφος, πολύ-μορφος. Ο νεοελλ. τ. < θε- (βλ. θεο-) + όμορφος (< εύ-μορφος)].

Greek Monotonic

θεόμορφος: -ον (μορφή), αυτός που έχει θεϊκή μορφή, σε Ανθ. Π.

Russian (Dvoretsky)

θεόμορφος: с божественной наружностью, богоподобный (sc. παῖς Anth.).