Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
fut. inf. Moy. au sens Pass. de κραίνω.
see κραίνω.
κρᾰνέεσθαι: βλ. κραίνω.
κρανέεσθαι inf. fut. med van κραίνω.