ληκυθουργός

From LSJ
Revision as of 03:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

German (Pape)

[Seite 39] ὁ, = ληκυθοποιός, Plut. Pericl. 12, nach Reiske für λινουργός.

Greek (Liddell-Scott)

ληκῠθουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ κατασκευάζων ληκύθους, Πλουτ. Περικλ. 12.

Greek Monolingual

ληκυθουργός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει ληκύθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λήκυθος + -ουργός (< ἔργον)].

Greek Monotonic

ληκῠθουργός: -όν (ἔργω), αυτός που κατασκευάζει δοχεία λαδιού, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ληκῠθ-ουργός, όν [*ἔργω
making oil-flasks, Plut.