νουσοφόρος

From LSJ
Revision as of 06:27, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουσοφόρος Medium diacritics: νουσοφόρος Low diacritics: νουσοφόρος Capitals: ΝΟΥΣΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: nousophóros Transliteration B: nousophoros Transliteration C: nousoforos Beta Code: nousofo/ros

English (LSJ)

ον, Ion. for

   A νοσοφόρος, γῆρας AP6.27 (Theaet.).

Greek (Liddell-Scott)

νουσοφόρος: -ον, Ἰων. ἀντὶ νοσοφόρος, Ἀνθ. Π. 6. 27.

Greek Monolingual

νουσοφόρος, -ον (Α)
ιων. τ. αυτός που προκαλεί αρρώστια, ο νοσογόνος («γήραϊ νουσοφόρῳ», Θεαίτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος + -φόρος].

Greek Monotonic

νουσοφόρος: Ιων. αντί νοσοφόρος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νουσοφόρος: несущий с собой болезни (γῆρας Anth.).