παιδοκομέω
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
English (LSJ)
A take care of a child, AP 7.623 (Aemil.).
German (Pape)
[Seite 441] Kinder warten, pflegen, Aemilian. 1 (VII, 623) u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παιδοκομέω: περιποιοῦμαι τρέφω ἢ ἀνατρέφω παῖδα, Ἀνθ. Π. 7. 623.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
soigner des enfants.
Étymologie: παιδοκόμος.
Greek Monotonic
παιδοκομέω: μέλ. -ήσω, φροντίζω παιδί, ανατρέφω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
παιδοκομέω: ухаживать за детьми, растить детей Anth.