ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal
πῆλαι: ἴδε πάλλω.
inf. ao. de πάλλω.
see πάλλω.
πῆλαι: απαρ. αορ. αʹ του πάλλω· πήλας, μτχ.
πῆλαι inf. aor. act. van πάλλω.