πυρρόθριξ

From LSJ
Revision as of 10:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source

Greek (Liddell-Scott)

πυρρόθριξ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πυρρὰν κόμην, διάφ. γραφ. Σόλων 24, Ἀριστ. Προβλ. 38. 2.

French (Bailly abrégé)

ότριχος (ὁ, ἡ)
aux cheveux roux.
Étymologie: πυρρός, θρίξ.

Greek Monolingual

-ότριχος, ὁ, ἡ, ΝΑ
βλ. πυρρότριχος.

Greek Monotonic

πυρρόθριξ: ὁ, ἡ, αυτός που έχει κόκκινα μαλλιά, σε Σόλωνα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρρόθριξ -τριχος en πυρσόθριξ -τριχος [πυρρός, θρίξ] met rossig haar.