στολιδόομαι
From LSJ
Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab
English (LSJ)
Med.,
A dress oneself in, νεβρίδα στολιδωσαμένα E.Ph. 1755 (lyr.). 2 Pass., become wrinkled, of a bandage, Sor.Fasc. 42.
Greek (Liddell-Scott)
στολῐδόομαι: μέσ., ἐνδύομαί τι, «στολίζομαι» μέ τι, νεβρίδα στολιδωσαμένα Εὐρ. Φοίν. 1754.
Greek Monotonic
στολῐδόομαι: Μέσ., φορώ ρούχο, ένδυμα, ντύνομαι, στολίζομαι, με αιτ., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
στολῐδόομαι: надевать на себя (στολιδωσαμένοι νεβρίδα Eur.).