συμβατήριος

From LSJ
Revision as of 04:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβᾰτήριος Medium diacritics: συμβατήριος Low diacritics: συμβατήριος Capitals: ΣΥΜΒΑΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: symbatḗrios Transliteration B: symbatērios Transliteration C: symvatirios Beta Code: sumbath/rios

English (LSJ)

ον, = sq.,

   A λόγοι Th.5.76, D.H.2.45, al.; σπονδαί Ph.1.390, al.

German (Pape)

[Seite 978] = Folgdm, λόγοι, Thuc. 5, 76.

Greek (Liddell-Scott)

συμβᾰτήριος: -ον, = τῷ ἑπομ., λόγοι Θουκ. 5. 76, Διον. Ἁλ. 2. 45, κ. ἀλλ.· σπονδαὶ Φίλων 1. 392, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
conciliant.
Étymologie: συμβαίνω.

Greek Monolingual

-ον, Α
συμβιβαστικός («λόγους... ξυμβατηρίους», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβαίνω + επίθημα -τήριος (πρβλ. δρασ-τήριος)].

Greek Monolingual

-ον, Α
συμβιβαστικός («λόγους... ξυμβατηρίους», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβαίνω + επίθημα -τήριος (πρβλ. δρασ-τήριος)].

Greek Monotonic

συμβᾰτήριος: -ον, = το επόμ., σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

συμβᾰτήριος: примирительный, направленный к соглашению (λόγοι Thuc.).