ῥῄδιος
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
German (Pape)
[Seite 840] ion., zsgzgn aus ῥηΐδιος, Theogn.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῄδιος: Ἰων. συνῃρ. ἀντὶ ῥηίδιος.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ῥᾴδιος.
Greek Monolingual
ία, -ον, Α
ιων. τ. βλ. ράδιος.
Greek Monotonic
ῥῄδιος: Ιων. συνηρ. τύπος αντί ῥηΐδιος.
Russian (Dvoretsky)
ῥῄδιος: стяж. = ῥηΐδιος.