σωστέον

From LSJ
Revision as of 10:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source

Greek Monotonic

σωστέον: ρημ. επίθ. του σώζω, πρέπει κάποιος να σώσει κάτι ή κάποιον, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σωστέον [σῴζω] adj. verb. van σῴζω er moet gered worden, er moet behouden worden:. ( ὅπλα ) οὐ λειπτέον τάδ ’, ἀθλίως δὲ σωστέον deze (wapens) moeten niet achtergelaten worden, maar koste wat kost bewaard Eur. HF 1385.