ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
[Seite 1133] dor. statt τρώγω.
τράγω: Δωρ. ἀντὶ τρώγω, ὡς τὸ πρᾶτος ἀντὶ πρῶτος.
ῃς, ῃ;
sbj. ao.2 de τρώγω.
Α
(δωρ. τ.) βλ. τρώγω.
τράγω: Δωρ. αντί τρώγω.
τράγω: aor. 2 conjct. к τρώγω.