πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
ὑπέστᾱν: Δωρ. αντί -έστην, αόρ. βʹ του ὑφ-ίστημι.
ὑπέστᾰν: эп. (= ὑπέστησαν) 3 л. pl. aor. 2 к ὑφίστημι.