ὑποστροβέω
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
A agitate inwardly, ὑπ' αὖ με δεινὸς ὀρθομαντείας πόνος στροβεῖ A.Ag.1215.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποστροβέω: ταράσσω ἐσωτερικῶς, ὑπ’ αὖ με δεινὸς ὀρθομαντείας πόνος στροβεῖ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1215.
Greek Monotonic
ὑποστροβέω: ταράζω εσωτερικά, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποστροβέω: досл. кружить, перен. потрясать, волновать (τινα Aesch. - in tmesi).