χαλκότευκτος

From LSJ
Revision as of 07:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκότευκτος Medium diacritics: χαλκότευκτος Low diacritics: χαλκότευκτος Capitals: ΧΑΛΚΟΤΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: chalkóteuktos Transliteration B: chalkoteuktos Transliteration C: chalkotefktos Beta Code: xalko/teuktos

English (LSJ)

ον,

   A made of bronze, κλῇθρα E.IT99.

German (Pape)

[Seite 1332] aus Erz od. Kupfer gemacht, κλῇθρα Eur. I. T. 99.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fabriqué en airain.
Étymologie: χαλκός, τεύχω.

Greek Monolingual

και χαλκεότευκτος, -ον, Α
κατασκευασμένος από χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -τευκτος (< τευκτός < τεύχω), πρβλ. μελισσό-τευκτος, χρυσό-τευκτος].

Greek Monotonic

χαλκότευκτος: -ον, αυτός που είναι φτιαγμένος από χαλκό, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκότευκτος: сделанный из меди (κλῇθρα Eur.).