φυτοεργός
From LSJ
English (LSJ)
όν, poet. for φυτουργός, D.P.997, AP9.4 (Cyllen.).
German (Pape)
[Seite 1320] = φυτουργός, D. Per. 997.
Greek (Liddell-Scott)
φῠτοεργός: -όν, ποιητ. ἀντὶ φυτουργός, Διόν. Π. 9. 4.
Greek Monolingual
-όν, Α
(ποιητ. τ.) βλ. φυτουργός.
Greek Monotonic
φῠτοεργός: -όν, ποιητ. αντί φυτουργός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
φῠτοεργός: ὁ Anth. = φυτουργός.