χελιδόνειος
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
ον,
A v. χελιδόνιος.
German (Pape)
[Seite 1348] der Schwalbe gehörig, ähnlich, σῦκα Ath. III, 75 d aus Epigenes, vgl. χελιδόνιος.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. χελιδόνιος.
Greek Monotonic
χελῑδόνειος: -ον, βλ. χελιδόνιος.
Russian (Dvoretsky)
χελῑδόνειος: Luc. = χελιδόνιος.