χειροποιέω
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
German (Pape)
[Seite 1346] mit den Händen thun, machen; auch med., Soph. Tr. 887; vgl. Jac. zu Ach. Tat. 626.
Greek (Liddell-Scott)
χειροποιέω: ποιῶ διὰ χειρός, κατασκευάζω, δημιουργῶ, πλάττω, ματαίως ἐχειροποίει Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 554Α. - Μέσ., αὐτὴ πρὸς αὑτῆς χειροποιεῖται τάδε, «ταῦτα τῇ χειρὶ ἑαυτῆς διεπράξατο» (Σχόλ.), Σοφ. Τρ. 891.
Greek Monotonic
χειροποιέω: φτιάχνω με το χέρι — Μέσ., χειροποιεῖται τάδε, διαπράττει αυτές τις ενέργειες, σε Σοφ.
Middle Liddell
χειρο-ποιέω,
to make by hand:—Mid., χειροποιεῖται τάδε perpetrates these acts, Soph.