ἐπαναδίπλωμα
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ατος, τό,
German (Pape)
[Seite 899] τό, das Doppelte, Arist. H. A. 2, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαναδίπλωμα: τό, τὸ ἀναδιπλούμενον, δίπλωμα, πτυχή, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 15, 14.
Greek Monolingual
ἐπαναδίπλωμα, το (Α)
πτυχή.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαναδίπλωμα: ατος τό складка, сгиб (sc. τοῦ ἐντέρου Arst.).